- Βαβυλώνιοι
- Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι βορειότερα (ανάμεσα στον Τίγρη και τους παραποτάμους του, τον άνω και τον κάτω Ζαμπ). Οι Β. μιλούσαν μια από τις σημιτικές γλώσσες και χρησιμοποιούσαν, όπως και οι Σουμέριοι, σφηνοειδή γραφή. Η βαβυλωνιακή είναι εξέλιξη της ακαδικής που μιλούσαν οι Σημίτες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Βαβυλωνία και μοιάζει πολύ με την ασσυριακή, κυρίως σε ό,τι αφορά τις ρίζες των λέξεων.
Ιστορία. Η ιστορία των Β. αρχίζει τη 2η χιλιετία και τελειώνει τον 6o αι. π.Χ. Μολονότι δεν τους ήταν άγνωστη η χρήση των όπλων, οι Β. υπήρξαν λαός λιγότερο πολεμικός από τους Ασσυρίους και επιδίδονταν περισσότερο από αυτούς στις αστρονομικές και μαθηματικές επιστήμες και στις τέχνες.
Η Βαβυλωνία έγινε μεγάλη δύναμη κάτω από την πρώτη αμοριτική δυναστεία (19ος–16ος αι. π.Χ.) την οποία ίδρυσε ο Σουμού Αμπού. Ο διασημότερος και μεγαλύτερος μονάρχης της δυναστείας αυτής ήταν ο Χαμουραμπί (1728-1686 π.Χ.) που επεξέτεινε την κυριαρχία του σχεδόν σε ολόκληρη τη Μεσοποταμία, ήρθε σε σύγκρουση με τον βασιλιά της Ασσυρίας Σαμσί Άντον Α’ (1758-1726) και διέλυσε αρκετά βασίλεια –μεταξύ των οποίων και της πόλης Μάρι, στον Μέσο Ευφράτη. Με το όνομά του συνδέθηκε η πρώτη οργανική συλλογή νόμων (Κώδικας τουΧαμουραμπί). Οι διάδοχοι του Χαμουραμπί έμειναν στον θρόνο της Βαβυλωνίας περίπου για δύο αιώνες. Το τέλος της αμοριτικής δυναστείας της Βαβυλωνίας οφείλεται στην εμφάνιση νέων λαών στην ιστορία της Εγγύς Ανατολής, οι οποίοι ονομάστηκαν γενικά λαοί των βουνών. Οι Χετταίοι, οι Χοραίοι και οι Κοσαίοι (Κασσίτες) που κατέβηκαν από τα βουνά της Μικράς Ασίας και του Ιράν, ίδρυσαν κατά τα μέσα της 2ης χιλιετίας σημαντικές κρατικές οργανώσεις, οι οποίες κάλυπταν το μεγαλύτερο τμήμα των εδαφών της Μέσης Ανατολής. Κάτω από την αρχηγία μιας αριστοκρατίας πολεμιστών ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, οι λαοί αυτοί έγιναν ισχυροί, χάρη στη δύναμη νέων πολεμικών μέσων: του γρήγορου αμαξιού και του αλόγου. Γύρω στο 1530 π.Χ. ο βασιλιάς των Χετταίων Μουρσίλι Α’, αφού κατέλαβε τη Συρία, επέδραμε μέχρι τη Βαβυλωνία και έθεσε έτσι τέρμα στην εξουσία της πρώτης βαβυλωνιακής δυναστείας. Για περίπου τέσσερις αιώνες βασίλευαν στη Βαβυλωνία ξένοι μονάρχες, και πιο συγκεκριμένα η δυναστεία των Κασσιτών (16ος–12ος αι. π.Χ.). Οι επιστολές του αιγυπτιακού αρχείου της ελ-Αμάρνα δίνουν πληροφορίες για σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ των Κασσιτών βασιλιάδων της Βαβυλωνίας και των φαραώ Αμένοφη Β’ και Αμένοφη Δ’. Το κασσιτικό βασίλειο δεν κατόρθωσε ποτέ να επεκταθεί σε ολόκληρη τη Μεσοποταμία, εξαιτίας της πεισματώδους αντίστασης των Ασσυρίων. Στην τελευταία περίοδο της κασσιτικής δυναστείας, η ασσυριακή ισχύς γινόταν ολοένα και πιο απειλητική. Το 1170 π.Χ., οι Β. εγκαθίδρυσαν μια ντόπια δυναστεία, η οποία διατηρήθηκε για περίπου 130 χρόνια και βρισκόταν διαρκώς σε πόλεμο με τους Ασσυρίους στον Βορρά και τους Ελαμίτες στην Ανατολή. Οι Ασσύριοι μονάρχες έγιναν πολλές φορές κύριοι της Βαβυλωνίας, η οποία στη διάρκεια της νέας αυτοκρατορίας των Ασσυρίων έγινε η πρωτεύουσα μιας επαρχίας που απολάμβανε ιδιαίτερων προνομίων σε σχέση με την υπόλοιπη αυτοκρατορία, χάρη στη γοητεία ίσως που ασκούσε ο βαβυλωνιακός πολιτισμός στους κατακτητές, υπόθεση που δεν εξακριβώθηκε.
Το 721 π.Χ., έτος που εγκαταστάθηκε στον ασσυριακό θρόνο ο Σαργών Β’, ο Μερόντακ-μπάλανταν, αρχηγός μιας ισχυρής οικογένειας Αραμαίων, έγινε ο πρωτεργάτης της βαβυλωνιακής ανεξαρτησίας, επαναστάτησε κατά των Ασσυρίων, έγινε κύριος της Βαβυλωνίας και φόρεσε το στέμμα της. Αντλώντας δύναμη από την υποστήριξη του Ελάμ και από τις συνεχείς εστίες εξέγερσης που άναβαν παντού στα εδάφη του ασσυριακού κράτους (τα οποία απειλούσαν τα αιγυπτιακά στρατεύματα), η Βαβυλωνία διατήρησε την ανεξαρτησία της έως το 689 π.Χ., οπότε κατέστρεψε τη Βαβυλώνα ο Ασσύριος βασιλιάς Σεναχερίμπ.
Ο Ασαρχαδών αποκατέστησε το κράτος της Βαβυλωνίας και σταθεροποίησε την κυριαρχία του στη Μεσοποταμία. Το ασσυριακό όμως κράτος δεν κράτησε πολύ και οι Β. ήταν μεταξύ των πρωταίτιων της καταστροφής του. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ασουρμπανιπάλ (668-630 π.Χ.) έγινε νέα εξέγερση στη Βαβυλωνία –με αρχηγό αυτή τη φορά ένα μέλος της ίδιας της βασιλικής οικογένειας της Ασσυρίας, τον Σαμάς-Σουμούκιν, γιο του Ασαρχαδώνα και αδελφό του Ασουρμπανιπάλ. Ήδη, η εξέγερση αυτή είχε δημιουργήσει σοβαρό κίνδυνο για την ασσυριακή δύναμη: οι Β., των οποίων ο Σαμάς-Σουμούκιν είχε γίνει βασιλιάς, βρέθηκαν σύμμαχοι με τους Ελαμίτες και τους Αιγυπτίους. Μόνο η δραστηριότητα και η ικανότητα του Ασουρμπανιπάλ έσωσαν το ασσυριακό κράτος, το οποίο κατόρθωσε να νικήσει παντού τους εχθρούς του. Με τους διαδόχους όμως του Ασουρμπανιπάλ η ασσυριακή ισχύς περιήλθε σιγά σιγά σε παρακμή. Το 626 π.Χ. ένας Χαλδαίος στρατηγός, ο Ναβοπολάσαρ, έγινε κύριος της Βαβυλωνίας και την ανακήρυξε ανεξάρτητη. Οι Β., επωφελούμενοι από τις συνεχείς αποσχίσεις των εδαφών του κράτους και τους σκληρούς εμφύλιους πολέμους, ενισχύονταν ολοένα και περισσότερο σε βάρος των Ασσυρίων και σύναψαν συμμαχία με τον ισχυρό Κυαξάρη, βασιλιά των Μήδων, νέο κυρίαρχο του ιρανικού υψιπέδου. Έπειτα από αμφίρροπες εξελίξεις, κατά τη διάρκεια των οποίων οι Αιγύπτιοι –που φοβούνταν την αυξανόμενη βαβυλωνιακή ισχύ– συμμάχησαν με τους Ασσυρίους, οι Μήδοι και οι Β. κατέλαβαν την πρωτεύουσα Νινευί και την κατέστρεψαν εντελώς (612). Το ασσυριακό κράτος τότε καταλύθηκε.
Το νέο βαβυλωνιακό κράτος έμεινε κυρίαρχο της Μεσοποταμίας και της Συρίας, αλλά δεν μπόρεσε να αποκτήσει τη δύναμη που είχε το ασσυριακό: η Αίγυπτος έμεινε ανεξάρτητη και –κυρίως– το κράτος των Μήδων γινόταν ολοένα ισχυρότερο και πιο απειλητικό. Την εποχή της βασιλείας του γιου του Ναβοπολάσαρ, Ναβουχοδονόσορ (605-562), το νέο βαβυλωνιακό κράτος έφτασε στο ανώτατο σημείο της δύναμής του. Ο Ναβουχοδονόσορ κατέστειλε την εξέγερση των Εβραίων: η Ιερουσαλήμ καταστράφηκε και οι κάτοικοί της εκτοπίστηκαν στη Βαβυλωνία (587).
Μετά τον Ναβουχοδονόσορ, το βαβυλωνιακό κράτος άρχισε να παρακμάζει και η παρακμή του επιταχύνθηκε με τον βασιλιά Ναβόνηδο (555-539), ο οποίος ήταν μισητός στην κάστα του ιερατείου του Μαρντούκ. Όταν ο Κύρος ο Μέγας, βασιλιάς των Περσών και των Μήδων, μπήκε νικητής στη Βαβυλώνα (539), οι ιερείς του Μαρντούκ τον υποδέχτηκαν με τιμές ελευθερωτή και αναστηλωτή της πατροπαράδοτης λατρείας. Μετά την κατάκτησή της από τον Κύρο τον Μέγα, η Βαβυλωνία έχασε την ανεξαρτησία της και έγινε απλή επαρχία του περσικού κράτους.
Θρησκεία. Η θρησκεία των Β. δεν διαφέρει πολύ από τη θρησκεία των άλλων λαών της Μεσοποταμίας. Οι σημιτικοί λαοί αλλοίωσαν τις σουμερικές παραδόσεις και έτσι δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε τη συμβολή τους στη μεσοποταμιακή θρησκευτική συνείδηση. Κάθε φορά που μελετώνται νέα κείμενα σφηνοειδούς γραφής, παρατηρείται ότι οι βαβυλωνιακοί και οι ασσυριακοί μύθοι είχαν σουμερικά πρότυπα.
Οι Β., όπως και οι Ασσύριοι, λάτρευαν δύο μεγάλες θεϊκές τριάδες: μια κοσμική καθαρά σουμερικής προέλευσης, που την αποτελούσαν οι Ανού (ουρανός), Ένλιλ (αέρας) και ΈνκιΈα (γη), και μια αστρική –στην οποία το σημιτικό στοιχείο είναι ίσως αρχέγονο– που αποτελούταν από τους Σάμας (ήλιος), Σιν (φεγγάρι) και Ίσταρ (ο πλανήτης Αφροδίτη). Οι θεότητες του Άδη είναι σουμερικής προέλευσης: ο Νέργκαλ και η Ερεσκίγκαλ, βασιλιάς και βασίλισσα της Αραλού –της υποχθόνιας πολιτείας στην οποία οι νεκροί διάγουν μια θλιβερή ζωή– έχουν (όπως οι Ανού, Ένλιλ και Ένκι) σουμερικά ονόματα. Η βαβυλωνιακή θρησκεία αριθμούσε χιλιάδες θεούς, στους οποίους οι θεολόγοι αντιπαρέθεταν έναν εξίσου μεγάλο αριθμό δαιμόνων. Ο εθνικός θεός των Β. ήταν ο Μαρντούκ, ο οποίος στην περίοδο της μέγιστης ακμής της βαβυλωνιακής δύναμης λατρευόταν ως υπέρτατος θεός του απέραντου κράτους. Το μεγάλο μεσοποταμιακό ποίημα της κοσμογονίας Ενούμα ελίς, που απαγγελλόταν την τέταρτη ημέρα των βαβυλωνιακών εορτών της πρωτοχρονιάς, εξυμνεί στις βαβυλωνιακές παραλλαγές του τη νίκη του Μαρντούκ κατά της Τιαμάτ (θεά του χάους) και το έργο του της δημιουργίας του κόσμου. Από τους άλλους θεούς πρέπει να αναφερθεί κυρίως ο Ταμούζ (ο Ντούμουζι των Σουμερίων), θεός της βλάστησης, του οποίου ο θάνατος –μαζί με την κάθοδο της Ίσταρ στον Άδη για να τον ξαναφέρει στη ζωή– αποτέλεσε το θέμα των πιο δημοφιλών μύθων. Πρέπει επίσης να αναφερθούν ο Ναμπού, γιος του Μαρντούκ, που ήταν ο θεός της σφηνοειδούς γραφής, και ο Άνταντ, ο θεός της βροχής και του κεραυνού.
Για τους θεούς –στους οποίους προσέφεραν ως αφιερώματα τρόφιμα– είχαν κατασκευαστεί ναοί, οι οποίοι, μαζί με τα ανάκτορα των βασιλιάδων, αποτελούσαν τα μεγαλύτερα και τα ωραιότερα οικοδομήματα των μεσοποταμιακών πόλεων. Τα χαρακτηριστικά θρησκευτικά αρχιτεκτονικά μνημεία του πολιτισμού αυτού από τους πρώτους σουμερικούς αιώνες είναι τα ζιγκουράτ. Το ιερατείο αποτελούσε ισχυρή και ιεραρχημένη τάξη, της οποίας ανώτατος αρχηγός ήταν ο βασιλιάς που αντιπροσώπευε στη Γη τον θεό και από αυτόν αντλούσε τις εξουσίες του. Το πιο χαρακτηριστικό ίσως γνώρισμα της θρησκευτικής πίστης των Β. ήταν η έντονη μοιρολατρία. Η ανάπτυξη της αστρολογίας επέφερε τη συστηματική κωδικοποίηση μιας πνευματικής στάσης αρκετά συνηθισμένης στη μεσοποταμιακή νοοτροπία: της πίστης σε ένα πεπρωμένο που ρυθμίζει τα κοσμικά και ανθρώπινα γεγονότα. Οι Β. διακρίνονταν για το ζωηρότατο θρησκευτικό τους αίσθημα, που τους ωθούσε να οργανώνουν όλες τους τις δραστηριότητες –τόσο τις πρακτικές όσο και τις πνευματικές– σύμφωνα με μια βαθύτατη θρησκευτική αντίληψη του κόσμου. Αυτό διαπιστώνεται με την ανάγνωση τόσο της μυθολογικής όσο και της επιστημονικής φιλολογίας τους και, σε μεγαλύτερο βαθμό, σε όλες τις καλλιτεχνικές τους εκδηλώσεις. Οι Β. ανέπτυξαν μια δαιμονολογία πλούσια σε τερατώδη όντα, των οποίων μοναδικός σκοπός ήταν να βασανίζουν τους ανθρώπους. Έτσι, υπάρχει μια ολόκληρη φιλολογία αφιερωμένη στις προσευχές, στις μαγικές διαδικασίες και στις τελετές για τον εξορκισμό των κακών πνευμάτων. Οι θεοί που επικαλούνται περισσότερο γι’ αυτό τον σκοπό είναι ο Ένκι ή Έα και ο Μαρντούκ. Η μαντική τέχνη ήταν πολύ ανεπτυγμένη και περιλάμβανε πολλούς κλάδους, μεταξύ των οποίων την τερατομαντεία (προμηνύματα που έβγαιναν από τις γεννήσεις τεράτων), την ονειρομαντεία (ερμηνεία των ονείρων), τη λεκανομαντεία (προγνωστικά που έβγαιναν από την κίνηση του λαδιού που έχυναν πάνω στο νερό) και, κυρίως, τη σπλαγχνομαντεία (εξέταση των σπλάγχνων των θυσιαζόμενων ζώων), η οποία διαδόθηκε στους Ρωμαίους από τους Χετταίους και από τους Eτρούσκους.
Οι μύθοι και οι παραδόσεις των Β. άφησαν τα ίχνη τους στα πρώτα κεφάλαια της Γένεσης. Αξιομνημόνευτη είναι κυρίως η αφήγηση του κατακλυσμού, της οποίας ήρωας είναι ο Ουτναπίστιμ· ο μύθος αυτός, τον οποίο συναντούμε στο έπος του Γιλγαμές, είναι χωρίς αμφιβολία το πρότυπο της βιβλικής αφήγησης για τον Κατακλυσμό του Νώε.
Επιστήμη. Οι Β. σημείωσαν μεγάλες προόδους στην αστρονομία και στα μαθηματικά. Οι ανακαλύψεις τους στους τομείς αυτούς αποτέλεσαν τη βάση της ανάπτυξης των επιστημονικών αυτών κλάδων, γιατί η επιστήμη τους –της οποίας στοιχεία πήραν οι αρχαίοι Έλληνες– μεταδόθηκε στον δυτικό κόσμο. Αστρονομία, αστρολογία, μαντική τέχνη, αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο για τους σοφούς της Βαβυλώνας, οι οποίοι από το ύψος των πύργων των ναών τους ερευνούσαν την πορεία των άστρων. Ήξεραν να προβλέπουν τις εκλείψεις και να υπολογίζουν με ειδικές κλεψύδρες την πορεία και τις αποστάσεις των ουράνιων σωμάτων. Γνώριζαν επίσης τις κινήσεις του Ήλιου και της Σελήνης. Με τον ίδιο ρυθμό των αστρονομικών μελετών αναπτύσσονταν και οι μαθηματικές γνώσεις. Στη γεωμετρία, ήταν σε θέση να μετρούν τις επιφάνειες και τους όγκους. Εκτός από τις τέσσερις στοιχειώδεις πράξεις, ήξεραν να κάνουν και σύνθετες εξισώσεις και ύψωση σε δύναμη και εξαγωγή ριζών.
Αρχαιολογία, τέχνη. Η πρώτη επιστημονική εξερεύνηση του χώρου της Βαβυλώνας έγινε το 1852 υπό τη διεύθυνση του Γάλλου Φ. Φρενέλ· έλαβε τότε περιορισμένη έκταση και μόνο ύστερα από μισό αιώνα έγιναν μεθοδικές ανασκαφές σε μεγάλη κλίμακα από μια γερμανική αποστολή, με διευθυντή τον Ρ. Γ. Κολντεβάι.
Μολονότι ήρθαν στο φως μερικά από τα κυριότερα μνημεία, χρειάζεται να γίνουν ακόμα πολλά για να εξερευνηθεί έστω και στοιχειωδώς ολόκληρη η πόλη. Υπολογίζεται πράγματι ότι το μεγάλο εξωτερικό τείχος είχε μήκος παραπάνω από 16 χλμ. Από τις πύλες της πόλης, για τις οποίες ο Ηρόδοτος έλεγε ότι ήταν εκατό, μπορούμε να δούμε σήμερα την πύλη της Ίσταρ (αναστηλωμένη τώρα) η οποία εντυπωσιάζει με τις διαστάσεις της και με τον διάκοσμό της, που τον αποτελούν ιερά ζώα: δράκοντες και ταύροι. Σε μικρή απόσταση από την πύλη σώζονται τα ερείπια τεράστιων οικοδομών, τα οποία ελευθέρωσαν από τις προσχώσεις Γερμανοί αρχαιολόγοι. Πιστεύεται γενικά ότι τα οικοδομήματα αυτά στήριζαν τις ταράτσες στις οποίες, χάρη στο παχύ στρώμα χώματος που είχε μεταφερθεί εκεί, ήταν φυτεμένοι οι Κρεμαστοί Κήποι, ένα από τα επτά θαύματα της αρχαιότητας. Τους αποδίδουν στον Ναβουχοδονόσορ Β’, τον μεγάλο βασιλιά της νέας βαβυλωνιακής δυναστείας· έβαλε να τους κατασκευάσουν για τη γυναίκα του, πριγκίπισσα του Ιράν, στην οποία ήθελε να προσφέρει διάκοσμο που να θυμίζει τις φυλλωσιές και τα λουλούδια της πατρίδας της. Οι κρεμαστοί αυτοί κήποι βρίσκονταν στο μεγάλο ανάκτορο (που οι Γερμανοί ονόμασαν Sudburg) του οποίου τα ερείπια καταλαμβάνουν σημαντική έκταση: περίπου 300 επί 200 μέτρα.
Η Βαβυλώνα είχε πολλούς ναούς. Ο σημαντικότερος ήταν ο Εζαγκίλ, ο ναός του Μαρντούκ, του οποίου ο χώρος μπόρεσε να εντοπιστεί περίπου εκατό μέτρα νότια του ανακτόρου του Ναβουχοδονόσορ. Αν πιστέψουμε τους αρχαίους συγγραφείς, ο ναός αυτός παρουσίαζε αφάνταστη πολυτέλεια· κατά τον Ηρόδοτο, το άγαλμα του θεού, με τον θρόνο του και τον ουρανό του, ζύγιζε 800 τάλαντα χρυσού, δηλαδή περίπου 22 τόνους του πολύτιμου αυτού μετάλλου. Κοντά στον Εζαγκίλ βρισκόταν ο Ετεμενάνκι, ο Οίκος του θεμελίου του Ουρανού και της Γης. Ήταν ένα ζιγκουράτ γιγαντιαίων διαστάσεων, που λογικά πρέπει να συμπίπτει με τον περίφημο Πύργο της Βαβέλ. Ας σημειωθεί ότι Βαβέλ δεν είναι παρά η βαβυλωνιακή λέξη Μπαμπ-ίλι (δηλαδή πύλη του θεού), από την οποία προήλθε το όνομα της Βαβυλώνας.
Η αναζήτηση του Πύργου της Βαβέλ ήταν ο στόχος όλων των ταξιδιωτών και αρχαιολόγων, αλλά πρέπει να καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τον Ξέρξη και δεν μένει στο έδαφος της Βαβυλώνας κανένα ορατό ίχνος του θαυμαστού αυτού οικοδομήματος. Έγινε όμως δυνατή μια αναπαράστασή του με βάση τα σωζόμενα ζιγκουράτ σε άλλα μέρη της Μεσοποταμίας (όπως στην Ουρ), μια σύντομη περιγραφή του Ηρόδοτου και, προπάντων, ένα πήλινο πινάκιο που σώζεται στο Μουσείο του Λούβρου και το οποίο δίνει τις διαστάσεις του. Οι τελευταίες επιβεβαιώθηκαν και από το αποτέλεσμα των γερμανικών ανασκαφών. Ο πύργος ήταν τετράγωνος και κάθε πλευρά του είχε μήκος 91 μ.· το ύψος του, κατανεμημένο αναμφίβολα σε επτά επίπεδα, έπρεπε να φτάνει τον ίδιο αριθμό μέτρων. Καταλαβαίνουμε ότι ένα τέτοιο μνημείο, για το οποίο μια επιγραφή αναφέρει ότι όλοι οι λαοί από πολυάριθμα έθνη υποχρεώθηκαν να εργαστούν για την κατασκευή του, εντυπωσίασε τη φαντασία των ανθρώπων.
Η Βαβυλώνα και γενικά όλες οι βαβυλωνιακές πόλεις, κτισμένες με τούβλα, άφησαν ερείπια ελάχιστα εντυπωσιακά. Αυτά που σώζονται σήμερα αντιπροσωπεύουν την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τώρα τα οικοδομήματα του Ναβουχοδονόσορ. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν βλέπουμε παρά βουναλάκια από χώμα, που είναι δύσκολο να καταλάβουμε την προέλευσή τους. Κοντά στην πύλη της Ίσταρ και τα ερείπια των Κρεμαστών Κήπων αναστηλώθηκε ο ναός της θεάς Μιν-Μαχ, αυτής που χαρίζει τη ζωή. Πιο πέρα προβάλλει ένα επιβλητικό γλυπτό: ο περίφημος λέων της Βαβυλώνας. Η προέλευσή του προκαλεί συζητήσεις, γενικά όμως πιστεύεται ότι το γλυπτό προέρχεται από τη Μικρά Ασία· στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να αντιπροσωπεύσει λεία πολέμου.
Η βαβυλωνιακή τέχνη, την οποία γνωρίζουμε κυρίως από έργα που φιλοξενούνται σε διάφορα μουσεία, αντανακλά τους σταθμούς της ιστορίας της πόλης και τις διαδοχικές επιδράσεις που υπέστη. Εκτός από την πόλη της Ίστρα και την οδό των θρησκευτικών πομπών που ξεκινά από αυτήν, τα περιφημότερα μνημεία της Βαβυλώνας είναι τα ανάγλυφα σε σμαλτωμένα τούβλα που στόλιζαν το ανάκτορο του Ναβουχοδονόσορ, καθώς και μερικά αγαλματάκια από αλάβαστρο, που χρονολογούνται από την ελληνιστική εποχή και των οποίων δείγματα μπορεί να συναντήσει κανείς στο Λούβρο.
βαβυλωνιακό ημερολόγιο. Σύστημα μέτρησης του χρόνου που επινόησαν και χρησιμοποίησαν οι Β.
Ερείπια των ονομαστών κρεμαστών κήπων της Βαβυλώνας, τους οποίους, σύμφωνα με την άποψη αρκετών ερευνητών, έβαλε να κατασκευάσουν για τη σύζυγό του ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ, γύρω στο 600 π.Χ. (φωτ. Bavaria).
Στήλη από βασάλτη, στην οποία είναι χαραγμένος ο Κώδικας του Χαμουραμπί. Στην κορυφή εικονίζεται ο βασιλιάς κοντά στον θεό Σάμας (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
«Κουντούρου», βαβυλωνιακή οροθετική πέτρα του 1000 π.Χ. (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο· φωτ. Sef).
Βαβυλωνιακό ορειχάλκινο αναθηματικό αγαλμάτιο, που απεικονίζει έναν πιστό προσευχόμενο στον θεό Αμούρου να δίνει χρόνια στον βασιλιά Χαμουραμπί (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι· φωτ. Bevilacqua).
Στις έφορες κοιλάδες του Τίγρη και του Ευφράτη, στη Μεσοποταμία, άκμασε για αρκετούς αιώνες (19ος-6ος π.Χ.) ο πολιτισμός των Βαβυλωνίων.
Dictionary of Greek. 2013.